ὑπίσχομαι

ὑπίσχομαι
ὑπ-ίσχομαι (ἔχω), ipf. ὑπίσχεο, aor. 2 ὑπέσχεο, -ετο, subj. ὑπόσχωμαι, imp. ὑπόσχεο, inf. -σχέσθαι, part. -σχόμενος: take upon oneself, undertake, promise, τινί τι, and w. inf., regularly the fut. (exc., pres. inf. explanatory of subst., Il. 10.40); also ‘betroth,’ ‘vow,’ Il. 13.376, Od. 4.6, Il. 6.93, Il. 23.209.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπίσχομαι — Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. ὑπισχνοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • ὑπίσχομαι — ὑπό ἴσχω keep back pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπισχνούμαι — έομαι, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπίσχομαι Α υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, αναλαμβάνω να πράξω κάτι αρχ. 1. συγκατατίθεμαι 2. βεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. τού ρ. είναι ο τ. ὑπίσχομαι, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ρ. ἴσχω, ἴσχομαι, παρλλ. τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”